καλοήθεια

καλοήθεια
η (Μ καλοήθεια) [καλοήθης]
η ιδιότητα τού καλοήθους, χρηστότητα ηθών, αγνότητα, αγαθότητα, καλός χαρακτήρας
||νεοελλ. ιατρ. (για νόσους και όγκους) το να μην έχει μοιραία έκβαση, το ιάσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”